κομπογιαννιτισμός

κομπογιαννιτισμός
ο шарлатанство, знахарство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κομπογιαννιτισμός" в других словарях:

  • κομπογιανιτισμός — και κομπογιαννιτισμός, ο [κομπογιανίτης] 1. το γνώρισμα τού κομπογιανίτη, η άσκηση πρακτικής ιατρικής 2. αγυρτεία, απάτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»