- κομπογιαννιτισμός
- ο шарлатанство, знахарство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπογιανιτισμός — και κομπογιαννιτισμός, ο [κομπογιανίτης] 1. το γνώρισμα τού κομπογιανίτη, η άσκηση πρακτικής ιατρικής 2. αγυρτεία, απάτη … Dictionary of Greek